Κομμάτια από εφηβικό ημερολόγιο κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου

 

27 Αυγούστου 1941

 

Αγαπημένο μου ημερολόγιο,

αυτό το καλοκαίρι ήταν το χειρότερο της ζωής μου. Δεν πέρασε γρήγορα όπως τα προηγούμενα καλοκαίρια. Δεν μπορούσα να ηρεμήσω και να χαρώ τις διακοπές. Το μόνο αισθανόμουν ήταν η ανάσα των κατακτητών στο σβέρκο μου. Ίσως φταίει το γεγονός πως μένουμε στο κέντρο της Αθήνας. Από το παράθυρο της κουζίνας ακόμη μπορεί κανείς να διακρίνει μια κόκκινη  σημαία. Μια σημαία βυθισμένη στο αίμα. Μια σημαία που αντί να αναπτερώνει το ηθικό των ανθρώπων τους τρομάζει. Τελικά, μάλλον κατάλαβα το λόγο που η μαμά δεν ανοίγει το παράθυρο της κουζίνας. Δεν μπορεί να αποδεχτεί την κατάσταση. Μερικές φορές τα βράδια κλαίει, όταν νομίζει πως δεν την καταλαβαίνει κανείς.

 

5 Σεπτεμβρίου 1941

 

Αγαπημένο μου ημερολόγιο,

τελικά φέτος θα πάμε σχολείο. Μία τάξη πριν το τέλος. Ο  Έκτορας δε φαίνεται να χάρηκε και πολύ. Πριν τον πόλεμο ήταν πολύ ενθουσιασμένος. Από τότε όμως που ήρθαν οι Γερμανοί είναι συνέχεια στο δωμάτιό του. Γράφει, σημειώνει, μουτζουρώνει. Στην αρχή πίστευα πως διάβαζε για τις εξετάσεις αλλά, αυτά που γράφει, τα κλειδώνει. Επίσης, τη μισή μέρα λείπει από το σπίτι «Θα με πάρεις μαζί σου;», του λέω κάθε φορά. «Είσαι μικρή ακόμα» μου απαντά. Πόσο μεγάλη πρέπει να είμαι για να βγω μαζί του και να δω τι κρύβεται πίσω από τις πολύωρες εξαφανίσεις του; Ίσως είναι απλά δύσκολο να καταλάβω πώς σκέφτεται. Δεν πειράζει.


 

 

31 Σεπτεμβρίου 1941

Αγαπημένο μου ημερολόγιο ,

η χρονιά φέτος είναι αρκετά εύκολη. Αυτό σίγουρα οφείλεται στο γεγονός ότι όλο το χρονικό διάστημα που ήμουν σπίτι είχα περάσει την ύλη τρεις φορές. Τη Νομική την έχω στο τσεπάκι μου και ας τρομάζω κάθε πρωί που περνάω μπροστά από τους Ες-Ες. Στο σχολείο δεν μας μιλάνε γι αυτά. Όταν έγραψα έκθεση για τον πόλεμο, η καθηγήτρια την έκαψε και μόλις ήρθε ο Διευθυντής του είπε πως ήταν φωτογραφίες που ανταλλάσσαμε με μια φίλη μου. Βέβαια στο διάλειμμα μου είπε πως ήταν αριστούργημα. Ποιος μπορεί να καταλάβει τους καθηγητές;

 

30 Νοεμβρίου 1941

Αγαπημένο μου ημερολόγιο,

σήμερα είναι η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου. Ο Έκτορας μου είπε πως θα με πάρει μαζί του στη βόλτα που τόσο επιθυμούσα, λέει πως είμαι μεγάλη πια και πως ήρθε η στιγμή και εγώ να βοηθήσω. Πάλι δεν κατάλαβα. Δεν πειράζει.

 

2 Δεκεμβρίου 1941

Αγαπητό μου ημερολόγιο,

αγαπητό και όχι αγαπημένο, όπως κι εγώ μεγάλη κι όχι μικρή. Η βόλτα με τον Έκτορα μου άλλαξε τη ζωή. Αρχικά, πήγαμε ένα περίπατο κάτω από την Ακρόπολη. Άρχισε να μου λέει για την Ελλάδα, για τους Γερμανούς. Ήταν πλέον ξεκάθαρο πως αυτό τον απασχολούσε τόσο καιρό. Προχωρήσαμε προς την Ομόνοια. Ξαφνικά φτάσαμε σε ένα σοκάκι. Η περιέργεια που με διακατείχε υπερίσχυε του φόβου που ήταν καρφωμένος στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Μπήκαμε σ’ ένα σκοτεινό υπόγειο. Δεν υπήρχε φως. Από το κέντρο αγνοφαίνονταν μία δάδα πυρσού, η οποία φώτιζε ελάχιστα το δωμάτιο. Εκεί ξεκίνησαν όλα!

 

5 Ιανουαρίου 1942

Αγαπητό μου ημερολόγιο,

σήμερα ανατινάξαμε δύο ακόμη γερμανικά φορτηγά, εγώ ο Έκτορας και  ο Σάββας. Μμμ…… μισό λεπτό. Πιο πάνω δεν σου έχω μιλήσει για τον Σάββα. Είναι ο καλύτερος φίλος του Έκτορα. Έχει μαύρα μαλλιά, καστανά μάτια και πολύ ανοιχτό δέρμα. Είναι πολύ όμορφος. Πέρσι ήμουν ερωτευμένη μαζί του. Ανοησίες, εδώ έχουμε πόλεμο κι εγώ ασχολούμαι με αυτά. Αλλά τι να κάνω. Τώρα καταλαβαίνω τα λόγια της δασκάλας μας στο Δημοτικό, ο Έρωτας και ο πόλεμος πάνε μαζί.

 

1 Φεβρουαρίου 1942

Αγαπητό μου ημερολόγιο,

μετά το σχολείο συναντηθήκαμε στο υπόγειο που τα είχαμε πει την πρώτη φορά. Τα αγόρια αποφάσισαν να ανατινάξουμε την Κομανταντούρ. Με ρώτησαν αν φοβάμαι. Δεν ήξερα τι να απαντήσω. Δεν μπορώ να σκεφτώ τις συνέπειες, αν και πρέπει να λειτουργώ με τη λογική αν θέλω να βοηθήσω την ομάδα. Τους είπα πως θα το σκεφτώ. Μου είπαν πως έχω λίγο χρόνο. Όταν γυρίσαμε στο σπίτι η μαμά είπε, «που χάνεστε εσείς τώρα τελευταία;», κι εκεί που ο Έκτορας ήταν έτοιμος να κοκκινίσει από τον πανικό του, πετάγομαι εγώ και λέω, «μια βόλτα βγήκαμε, πώς κάνεις έτσι;» «Εντάξει παιδί μου, μια ερώτηση έκανα».

3 Φεβρουαρίου 1942

Αγαπητό μου ημερολόγιο,

όλες αυτές τις μέρες σκέφτομαι. Στο σχολείο κοιτάζω το κενό. Όλο αυτό που είπε ο Σάββας έχω στο μυαλό μου. «Δεν έχεις χρόνο». Γιατί δεν έχω χρόνο; Υποτίθεται πως ο χρόνος ήταν στα πλεονεκτήματά μου. Τώρα γιατί αποτελεί απειλή για μένα; Γιατί δεν μπορώ να πραγματοποιήσω τα όνειρά μου; Γιατί όλα αυτά που θεωρούσα δεδομένα μέχρι σήμερα αρχίζουν να αποτελούν επιθυμίες ουτοπικές; Αύριο πρέπει να δώσω μια απάντηση. Εκεί τελειώνει ο χρόνος μου.

 

4 Φεβρουαρίου 1942

Αγαπητό μου ημερολόγιο,

πήρα την απόφασή μου. Κάποιοι μου στέρησαν το δικαίωμά μου να ονειρεύομαι, εγώ θα χαλάσω όσο μπορώ τα πολεμικά τους σχέδια. Άλλωστε, στα μη φυσικά φαινόμενα πρέπει να αντιδρούμε. Ο πόλεμος λοιπόν δεν είναι φυσικό φαινόμενο. Δεν τον έφερε η περιέργεια της Πανδώρας, η οποία άνοιξε το κουτί με τα κακά, όπως λέει η μαμά. Ούτε ο Δίας, για να ελαφρώσει τη  Γη  από τον υπερπληθυσμό, όπως μάθαμε από τον Ευριπίδη. Ο άνθρωπος τον έφερε, καθώς αυτός είναι το μεγαλύτερο κακό του κόσμου. Για το λόγο αυτό ο άνθρωπος θα τον πάρει πίσω, επειδή είναι δική του ευθύνη. Συμφώνησα, λοιπόν, ας την ανατινάξουμε. Δε φοβάμαι τίποτα και δεν υπολογίζω καμία συνέπεια.

 

20 Φεβρουαρίου 1942

Αγαπητό μου ημερολόγιο,

έχουν περάσει δυο μέρες μετά από το γεγονός αυτό. Οι Γερμανοί είναι έξαλλοι, δεν θα ησυχάσουν αν δεν βρουν τον ένοχο. Ο Σάββας λέει πως κινδυνεύω πιο πολύ από όλους. Άκουσα τον Έκτορα να του λέει πως με έμπλεξε και οφείλει να με ξεμπλέξει. Ο Σάββας του λέει συνέχεια να βιαστεί. Μόνο εγώ δεν φοβάμαι. Τη στιγμή που έβαλα τη βόμβα αισθάνθηκα πλήρης. Νομίζω πως ο στόχος της ζωής μου πάντα ήταν να κάνω κάτι που θα μείνει στην ιστορία. Τα κατάφερα. Σίγουρα τώρα μπορώ να πω πως είμαι ευτυχισμένη.

 

01 Μαρτίου 1942

Αγαπητό μου ημερολόγιο,

αυτή η μέρα ήταν περίεργη. Την ώρα των μαθηματικών ήρθε ο Έκτορας στην τάξη και ζήτησε την άδεια να με πάρει. Φύγαμε, δεν τον ρώτησα γιατί, απλά ακολουθούσα. Πήγαμε μια βόλτα. Καθίσαμε σε ένα παγκάκι πάνω στο βράχο της Ακρόπολης. Το μόνο που μου περνούσε από το μυαλό ήταν η Εύα και οι βόλτες που κάναμε εδώ. Κρίμα που είχε αναγκαστεί να φύγει. Τώρα θα είναι στην Αμερική. Ο Έκτορας μου είπε πως μ’ αγαπάει πολύ, κι εγώ σ’ αγαπώ πολύ του είπα. Με πήρε από το χέρι και κατεβήκαμε κάτω. Περπατούσαμε και σε λίγη ώρα φτάσαμε σχεδόν έξω από το σπίτι.

 

02 Μαρτίου 1942

Αγαπητό μου ημερολόγιο,

τα πράγματα δεν εξελίσσονται καμιά φορά, όπως τα περιμένεις. Σήμερα το πρωί, καθώς βγαίναμε από το σπίτι, ένας Γερμανός μας σταμάτησε. Άρχισε να μιλάει στα γερμανικά, ο Έκτορας όμως τον καταλάβαινε, καθώς είχε κάνει μαθήματα γιατί ήθελε να φύγει στο εξωτερικό. Ξαφνικά γύρισε προς το μέρος μου «πάρε αυτό το κλειδί να ψάξεις στο δωμάτιό μου, σ’ αγαπώ πολύ». Δεν καταλάβαινα τι συνέβαινε. Ένας αξιωματικός με απομάκρυνε από δίπλα του και τον πυροβόλησε. Έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Ο αδερφός μου, ο  αδερφούλης μου, το στήριγμά μου να κείτεται νεκρός κι εγώ το μόνο που θυμάμαι είναι να φωνάζω «γιατί», πάνω από το νεκρό κορμί του. Ήσουν τόσο νέος, αδερφούλη μου, είχες όνειρα για το μέλλον. Σ’ αγαπώ πολύ.

 

03 Μαρτίου 1942

Αγαπητό μου ημερολόγιο,

σήμερα έγινε η κηδεία του Έκτορα. Ήταν εκεί κι ο Σάββας. Προσπάθησε να μου μιλήσει μα δεν μπορούσα να ακούσω. Το μόνο που ήθελα ήταν να βυθιστώ στις σκέψεις μου και στη θλίψη μου.

 

03 Απριλίου 1942

Αγαπητό μου ημερολόγιο,

έχει περάσει ένας μήνας από την τελευταία φορά που σου έγραψα. Κάθε πρωί πηγαίνω στο σχολείο και μετά πηγαίνω στο σπίτι. Χθες βρήκα ένα σημείωμα μαζί με την αλληλογραφία, το οποίο το είχε στείλει ο Σάββας.  «Έλα να με βρεις στο υπόγειο, κινδυνεύεις». Τι  κι αν προσπαθούσε κάθε μέρα να με πλησιάσει, μάταιος κόπος. Αφού τελείωσα το γράμμα, θυμήθηκα τα τελευταία λόγια του Έκτορα και μπήκα στο δωμάτιό του. Ακόμα υπήρχε η μυρωδιά του. Έβγαλα το κολιέ με το κλειδί από το λαιμό μου και άνοιξα το συρτάρι στο γραφείο του. Εκεί μαζί με τα διάφορα χαρτιά του βρήκα κι ένα φάκελο με το όνομά μου.

«Αγαπημένη μου Ανδρομάχη,

το όνομα αυτό σου ταιριάζει απόλυτα μιας και μάχεσαι τους άνδρες καλύτερα από άνδρας. Ξέρεις πως σ’ αγαπώ όσο τίποτα στον κόσμο. Σκοπός μου ήταν να σε πάρω και να πάμε στην Αμερική. Έτσι και θα γλιτώναμε και θα ήμουν πιο κοντά στην αγαπημένη μου Εύα. Ναι, Ανδρομάχη, στο ομολογώ, είμαι ερωτευμένος μαζί της κι ας είναι Εβραία. Τι σημασία έχει; Αν και είμαι σίγουρος πως εσύ ειδικά δεν έχεις κανένα πρόβλημα με αυτό. Ωστόσο, για να διαβάζεις αυτό το γράμμα πάει να πει πως τα σχέδια μου τροποποιήθηκαν. Μην κρατάς κακία στον Σάββα. Πες του να ακολουθήσει τον δρόμο μου, όχι προς τα πάνω, προς την Αμερική μαζί σου. Μην κλαις για μένα.

Σ’ αγαπώ πολύ

ο αδερφός σου,  Έκτορας

Υ.Γ.: Είχα καταλάβει πως είσαι ερωτευμένη μαζί του, δεν είμαι χαζός!»

Αφού διάβασα το γράμμα αποφάσισα να ακούσω τη συμβουλή του. Αύριο κιόλας τα πράγματα θα μπουν στη θέση τους.

 

04 Απριλίου 1942

Αγαπητό μου ημερολόγιο,

πήγα ξανά στο υπόγειο, αλλά, για τελευταία φορά. Στη μέση με περίμενε ο Σάββας. Του διάβασα το γράμμα (όχι όλο).  «Πότε φεύγουμε;» με ρώτησε. «Σάββατο βράδυ» του είπα. «Θα σε περιμένω στο σταθμό των τρένων, μη με στήσεις δεν είναι ραντεβού» είπε. «Θα προσπαθήσω»  του είπα. «Τι θα προσπαθήσεις ;» με ρώτησε. «Να το κάνω να μοιάζει με ραντεβού» του απάντησα και έφυγα αφού πήρα ένα χαμόγελο όλο υπονοούμενο.

 

08 Απριλίου 1942

Αγαπητό μου ημερολόγιο,

Αφού μάζεψα τα πράγματά μου,  έγραψα ένα γράμμα για τη μαμά στο οποίο της εξηγούσα τι έχει συμβεί στη ζωή μου το τελευταίο διάστημα και της έλεγα πως πρέπει να είναι περήφανη για εμένα, έκλεισα την πόρτα του σπιτιού μου με την ελπίδα ότι θα την ξανάνοιγα σύντομα. Θα φεύγαμε με το τελευταίο τρένο στις 11:45μ.μ. Ο Σάββας με περίμενε έξω από το σταθμό. «Είμαι στην ώρα μου», του είπα. Αφού βγάλαμε τα εισιτήρια, μπήκαμε στο βαγόνι μας και το τρένο ξεκίνησε. Ο Σάββας γύρισε από την άλλη για να κοιμηθεί. Εμένα όμως κάτι με έτρωγε,   γιατί δεν του είχα πει όλη την αλήθεια. Δεν του είχα διαβάσει όλο το γράμμα. «Υ.Γ.: το είχα καταλάβει πως είσαι ερωτευμένη μαζί του, δεν είμαι χαζός» του λέω. Ελάχιστα μισοκοιμισμένος γυρίζει και με ρωτάει, «τι είπες;». Επαναλαμβάνω τη φράση και προσθέτω ήταν το Υ.Γ. στο γράμμα του Έκτορα, στο είχα πει πως θα το κάνω να μοιάζει με ραντεβού, του είπα. «Και δε μου λες τα ραντεβού πως τελειώνουν στις ταινίες;» με ρωτάει. «Γιατί ρωτάς;»Αν κάποια μέρα γράψεις τη ζωή μας ταινία τα γεγονότα θέλω να είναι αληθινά» μου λέει.«Υποθέτω πως στο τέλος μετά από πολλές δυσκολίες φιλιούνται, σύμφωνα με τον κινηματογράφο πάντα» και σκύβει και με φιλάει κι αυτό είναι καλύτερο από ταινία του κινηματογράφου σκέφτομαι.

«Καληνύχτα ηρωίδα μου», «Καληνύχτα ήρωα μου».

 

Στον παππού μου Νίκο,

 που βοήθησε στην αντίσταση τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Αίγυπτο, αλλά και σε όλους τους ανθρώπους που δε δίστασαν να δώσουν τη ζωή  τους για το καλό της πατρίδας, δεν κρύφτηκαν πίσω από το δάκτυλό τους και αντιμετώπισαν τις συνέπειες  των πράξεών τους και διαφύλαξαν αλώβητες τις αξίες, τα ιδανικά και τα πιστεύω τους και δεν τα πρόδωσαν για ένα πακέτο τσιγάρα και ένα κομμάτι ψωμί.